´









Ιστορία

 

ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ Α'     ο Λάγου     ή     Σωτήρ Α'

 

Πτολεμαίος Α' Σωτήρ. Αργυρούν τετράδραχμον

Κατήγετο εξ Εορδαίας ή Ορεστίδος της Μακεδονίας και εθεωρείτο νόθος αδελφός του Αλεξάνδρου, μεθ ου συνεπαιδεύθη υπό του Αριστοτέλους και του οποίου εγένετο αρχισωματοφύλαξ, ακολουθήσας αυτόν εις Ασίαν και σώσας την Ζωήν του κατά την άλωσιν των Οξυδράκων. θανόντος του Αλεξάνδρου εν Βαβυλώνι (323), επήλθον έριδες μεταξύ των στρατηγών του, τότε δε η σύνεσις και η επί πάντων επιβολή του Πτολεμαίου επρόλαβε την άμεσον καταστροφήν. Ο Πτολεμαίος έλαβε την Αίγυπτον μετά της Κυρήνης και μέρους της Συρίας και Αραβίας. Μήνας τινάς κατόπιν, το φθινόπωρον του 323, κατέλαβε την σατραπείαν του, διοικουμένην έως τότε υπό του Κλεομένους. Άμα εγκατασταθείς εις Αλεξάνδρειαν εθανάτωσε τον Κλεομένη δια καταχρήσεις και πιέσεις του λαού, ίσως δε και ως εύνουν προς τον Περδίκκαν. Ευθύς έπειτα επεδόθη εις την οργάνωσιν της χώρας. Ετακτοποίησε τους κλάδους της διοικήσεως, εξετέλεσε μεγάλα αρδευτικά έργα, διώρυγας προς άρδευσιν και συγκοινωνίαν, κατήρτισε μόνιμον και άριστα εφωδιασμένον στρατόν εκ μισθοφόρων Ελλήνων, πολιτοφυλακήν εξ εντοπίων και εναυπήγησε πλοία πολεμικά, μεταγωγικά και φορτηγίδας. Φιλομουσότατος ων, ίδρυσε το Μουσείον, εκάλεσε τους σοφούς του ελληνικού κόσμου εις την Αλεξάνδρειαν και εφίλοξένησεν Αυτούς ηγεμονικώς, συνδιατρίβων μετ' αυτών και συνεστιώμενος. Ετίμησε την θρησκείαν των ιθαγενών και έδωκεν εσωτερικήν αυτοδιοίκησιν εις τους Εβραίους, εις δε τας ελληνίδας πόλεις της χώρας επέτρψε να

διοικώνται κατά τα πάτρια. Η μεγάλη πολιτική και οικονομική ενίσχυσις του    Πτολεμαίου ανέτρεπε τα    σχέδια του δοξομανούς Περδίκκα, όστις εισήλασεν εις Αίγυπτον, αλλ' ηττηθείς εφονεύθη παρά την Μέμφίν. Αφοϋ κατέκτησε την Συρίαν και την Φοινικην (321) έμεινεν ουδέτερος εις τας έριδας των άλλων διαδόχων, επέτρεψε να, αφοσιωθείς εις την προαγωγήν της χώρας του. Αλλ' η διαγωγή του φιλόδοξου Αντιγόνου, όστις επεζήτησε να μοναρχήση, έφερε πρόσφυγα εις Αίγυπτον τον Σέλευκον, όστις τον έπεισε να εξέλθη της ουδετερότητας. Ο πόλεμος κατά του Αντιγόνου εξηκολούθει από τριετίας, ότε επανέστησαν οι Κυρηναίοι (Βέρος 312), αλλ' ο Πτολεμαίος καθυπέταξεν αυτούς δια του στρατηγού 'Αγιδος και του ναυάρχου Επαινετού. Κατόπιν, τιμωρών τους Βασιλισκους των κυπριακών πόλεων, προσκειμένους προς τον Αντίγονον, εξεστράτευσε κατά της νήσου, εθανάτωσε τους μεν, ηχμαλώτισε τους άλλους, διώρισε δε διοικητήν τον Νικοκρέοντα. Εκείθεν εστράτευσεν εις Άνω Συρίαν, εισδύσας εις την Κιλικίαν, όθεν επέστρεψεν εις Αίγυπτον κατάφορτος λαφύρων. Επειδή δε ο υιός του Αντιγόνου Δημήτριος ο Πολιορκητής εισήλασεν εις Κοίλην Συρίαν, ο Πτολεμαίος, χάριν του Σέλευκου, εστράτευσε κατ' αυτού. Η μάχη διεξήχθη εν Γάλαμα, παρά την Γάζαν, καθ' ην συνετρίβη ο Δημήτριος. Και πάλιν ο νικητής έδειξε μεγαλοψυχίαν προς τον εχθρόν, επιστρέψας τους αιχμαλώτους και την βασιλικήν σκευήν. Εκείθεν, καταλαβών την Σιδώνα, ήλθε να πολιορκήση την Τύρον. Ο φρούραχος ταύτης Ανδρόνικος ηρνήθη να παραδώση την πόλιν, εννόων να μείνη πιστός εις τον Αντίγονον. Και η μεν πόλις ηλώθη, ο δε Πτολεμαίος αιχμαλωτίσας τον Ανδρόνικον ετίμησε μεγάλως δια το εύορκον αυτού και τον κατέστησε φίλον του. Ταυτοχρόνως έδωκε δυνάμεις εις τον Σέλευκον, όπως αποκατασταθή εις την σατραπείαν του, την Μεσοποταμίαν. Η χορηγία αύτη τον εξησθένησε στρατιωτικώς, ευρισκόμενον εις την Συρίαν ακόμη. Εκεί μαθών ότι ο Δημήτριος εστρατοπέδευεν εις την Άνω Συρίαν, έστειλε τον Κίλλην να τον εκδίωξη. Αλλ' ο Δημήτριος δια τεχνάσματος τολμηρού τον κατέστρεψε καθ' οδόν και μετ' ολίγον ενισχύθη υπό του καταφθάσαντος πατρός του Αντιγόνου. Το πολεμικόν συμβούλιον του Πτολεμαίου εύρε τολμηρόν να δεχθή την μάχην και επροτίμησε να οπισθοχωρήσουν εις την Αίγυπτον. Ανέζευξε λοιπόν ο Πτολεμαίος, καταστρέφων τα καθ' οδόν οχυρά, Άκην, Ιόππην, Σαμάρειαν και Γάζαν. Το επόμενον έτος (311) ο Κάσσανδρος, ο Λυσίμαχος και ο Πτολεμαίος έκλεισαν ειρήνην προς τον Αντίγονον, καθ' ην ο πρώτος ανεγνωρίζετο στρατηγός της Ευρώπης, μέχρις ου Αλέξανδρος Β', ο εκ (της Ρωξάνης, ενηλικιωθή, ο Λυσίμαχος ελάμβανε την Θράκην, ο δε Πτολεμαίος επεβεβαιούτο την σατραπείαν του, ενώ ο Αντίγονος ελάμβανε πάσαν την Ασίαν. Αλλ" ο Κάσσανδρος εδολοφόνησε την Ρωξάνην και τον υιόν της, και τότε, ελλείψει γόνου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι άλλοι ανεκήρυξαν εαυτούς ανεξάρτητον έκαστος ηγεμόνα. Ούτως η συνθήκη διερράγη. Ο Αντίγονος, ενώ η συνθήκη ώριζεν ελευθέρας τας πόλεις της κυρίως Ελλάδος, έθηκεν εις τινάς φρουράς ιδικούς του (310). Ο Πτολεμαίος εξέπεμψε τότε εις Τραχείαν Κιλικίαν τον Λεωνίδαν και κατέλαβε τας φίλας προς τον Αντίγονον πόλεις. Αλλ" ο Δημήτριος επελθών τας ανέκτησεν. Ο Πτολεμαίος, μαθών ότι ο Νικοκρέων, τον οποίον είχε διορίσει αντιβασιλέα εις Κύπρον, συνεννοείτο με τον Δημήτριον, έστειλεν εκεί τον Αργαίον και τον Καλλικράτην να τον θανατώσουν. Καταπλεύσαντες ούτοι εις την νήσον και λαβόντες δύναμιν από τον εν Κύπρω στρατηγόν Μενέλαον, εκύκλωσαν το ανάκτορον και υπεχρέωσαν τον Νικοκρέοντα ν' αυτοκτονήση. Τω 309 ο Πτολεμαίος εξέπλευσε με ισχυρόν στόλον εις Κιλικίαν και Λυκίαν, λαφυραγωγών τας φίλας προς τον Αντίγονον πόλεις, έπειτα δε εις Κων, όπου εκάλεσε τον προς αυτόν αυτομολήσαντα ανεψιόν και στρατηγόν του Αντιγόνου Πτολεμαίον, τον οποίον εδέχθη ευμενώς, αλλ' επειδή τον είδε μεγαλοφρονούντα, τον ηνάγκασε να πίη το κώνειον, τους δε στρατιώτας του κατέταξεν εις τον ιδικόν του στρατόν. Τω 30θ ο Πτολεμαίος έπλευσεν εις Ελλάδα αποδιώκων τας μακεδονικάς φρουράς και ελευθερώνων τας ελληνίδας πόλεις, διότι περί πολλού εποιείτο την ευμένειαν και τον ευφημισμόν των Ελλήνων. Επειδή όμως οι Πελοποννήσιοι τον ηπάτησαν, υποσχεθέντες εις αυτόν χρήματα και σίτον, ούτος συνεφώνησε με τον Κάσσανδρον να κατέχη εκάτερος τας πόλεις, ας ευρέθη κατέχων. Αφήκε λοιπόν φρουράς εις Σικυώνα και Κόρινθον και επέστρεψεν εις Αίγυπτον. Τω 307 ο Αντίγονος έστειλε τον υιόν του Δημήτριον προς εκδίωξιν των εν Ελλάδι φρουρών του Πτολεμαίου και του Κασσάνδρου και κατέλαβεν ούτος τας Αθήνας, εκδιώξας Δημήτριον του Φαληρέα, φίλον εκείνων, μεθ' ο έπλευσεν εις Κύπρον, νικήσας δε κατά ξηράν και θάλασσαν τον Πτολεμαίον κατέλαβε την νήσον. Ο Αντίγονος, μεγαλοφρονήσας δια τας επιτυχίας του υιού του, ανεκήρυξεν εαυτόν βασιλέα, εμιμήθησαν δε αυτόν αμέσως ο Σέλευκος, ο Λυσίμαχος, ο Κάσσανδρος και ο Πτολεμαίος, όστις εφόρεσε το διάδημα κατά το θέρος του 306. Το φθινόπωρον του ιδίου τούτου έτους, ο Αντίγονος ηγούμενος του στρατού και ο Δημήτριος του στόλου, εκκίνησαν εις κστάκτησιν της Αιγύπτου, αλλ' η φύσις του εδάφους, ελώδους και αλλαχού αμμοσκεπούς, έπειτα δε η στρατηγική του Πτολεμαίου, ηνάγκασαν αυτούς ν' αναζεύξουν και να επιστρέψουν εις Συρίαν μετά πολλών απωλειών. Τω 305 ο Δημήτριος ήλθε να πολιορκήση τους Ροδίους, ως φίλους του Πτολεμαίου. Η ανδρεία των Ροδίων και αι ενισχύσεις εις άνδρας και τρόφιμα εξ Αιγύπτου παρέτειναν την πολιορκίαν επί εν έτος, δι' ο εκατέρωθεν εξεδηλώθη έφεσις ειρηνεύσεως και συνήφθη ειρήνη, καθ' ην οι Ρόδιοι έμενον αυτόνομοι και σύμμαχοι του Αντιγόνου, αλλ' ουδέποτε κατά του Πτολεμαίου, ον ευγνωμονούντες ανεκήρυξαν θεόν εμπνεύσει του μαντείου του 'Αμμωνος και ίδρυσαν ναόν, το Πτολεμαιείον, εποίησαν παιάνα υπέρ αυτού και τον ωνόμασαν Σωτήρα. Τον τίτλον τούτον ο Πτολεμαίος απεδέχθη εκθύμως και τον προσέλαβεν επισήμως, αναγραφών αυτόν επί των επισήμων εγγράφων και των νομισμάτων του (304). Τω 303 ο Δημήτριος επιτεθείς κατά Σικυώνος επεδίωξε την αιγυπτιακήν φρουράν και απέστειλεν αυτήν εις Αίγυπτον. Τω 302 συνήφθη συνθήκη συμμαχίας Πτολεμαίου, Λυσιμάχου, Κασσάνδρου και Σέλευκου κατά του Αντιγόνου. Ο Πτολεμαίος κατέκτησε την Κοίλην Συρίαν, αλλ' εκεί μαθών ψευδώς ότι οι σύμμαχο! του Σέλευκος και Λυσίμαχος ηττήθησαν υπό του Αντιγόνου, συνήψεν ανακωχήν μετά των Σιδωνίων και καταλιπών φρουράς εις Συρίαν επέστρεψεν εις την Αίγυπτον. Τω 301 οι Λυσίμαχος και Σέλευκος ενίκησαν εν Ιψώ τον Αντίγονον, όστις και εφονεύθη. Ο Πτολεμαίος, μη μετάσχων της μάχης, απεκλείσθη από τα οφέλη, εις επίμετρον δε ο Σέλευκος εζήτησε να καταλάβη τας εν Συρία πόλεις του Πτολεμαίου. Αντηλλάγησαν τότε δριμείαι επιστολαί και ο Πτολεμαίος προθύμως συνεμάχησε με τον Λυσίμαχον κατά του Σέλευκου, δώσας εις τον Λυσίμαχον την θυγατέρα του Αρσινόην. Αλλά και ο Σέλευκος, νυμφευθείς την Στρατονίκην, θυγατέρα του Δημητρίου, συνεμάχησε μετά τούτου. Ο Πτολεμαίος ανέστρεψε τότε πολιτικήν. Συνεφίλιώθη με τον Δημήτριον, εις τον οποίον έδωκε την θυγατέρα του Πτολεμαΐδα, και με τον Σέλευκον, τον οποίον ανεγνώρισε βασιλέα Κύπρου, Φοινίκης και Κιλικίας, έλαβε δε παρ' αυτών ομήρους, μεταξύ των οποίων τον κατόπιν περιώνυμον Πύρρον, νυμφευθέντα την προγονήν του Πτολεμαίου και την θυγατέρα της Βερενίκης εκ του πρώτου της γάμου Αντιγόνην. Τω 298 ο Δημήτριος περιεπλάκη εις πολέμους εν Ελλάδι, πολιορκήσάς τας Αθήνας και την Σπάρτην. Ο Πτολεμαίος υπεστήριξε χρηματικώς τους Έλληνας, ταυτοχρόνως δ' επετέθη κατά της Κύπρου. Ταύτην υπεστήριζεν η πρώτη σύζυγος του Δημητρίου Φίλα, θυγατήρ του Αντιπάτρου και χήρα του Κρατερού, αλλ' ηχμαλωτίσθη και μετά βασιλικών τιμών και των θησαυρών της εστάλη υπό του πάντοτε γενναιόφρονος Πτολεμαίου εις τον Δημήτριον. Αλλ' επειδή ούτος ενίκησεν εν Ελλάδι και κατόπιν εν Μακεδονία και κατέστη επίφοβος, επανελήφθη η συμμαχία Λυσιμάχου, Σέλευκου και Πτολεμαίου εναντίον του. Ο Πτολεμαίος τω 287 εστράτευσεν εις Ελλάδα και εξεθρόνισε τον Δημήτριον, ο οποίος κατέψυγεν εις Ασίαν. Εκεί ηχμαλωτίσ8η υπό του Σέλευκου και απέδανεν εις την φυλακήν μετά τρία έτη.

Απαλλαγείς των έξωθεν περιπετειών ο Πτολεμαίος, επεδόθη εις την υλικήν και πνευματικήν προαγωγήν της χώρας του. Εγκατέστησεν εις την Αλεξάνδρειαν την λατρείαν του Σαράπιόος, του οποίου έφερε το κολοσσιαίον ξόανον εκ Σινώπης. Ταυτοχρόνως ήρχισε την οικοόόμησιν του Τάρου, του πρώτου και μεγίστου των εν τη ιστορία αναφερομένων φανοφόρων πύργων υπέρ των ναυτιλομένων, και πολλών άλλων οικοδομών ανακτόρων και δημοσίας χρήσεως, έγραψε δε και επεξεργάσθη το σπουδαίον Βιβλίον του "Περί των πράξεων του Αλεξάνδρου", από το οποίον ήντλησαν πολλά ο Αρριανός και ο Στράβων. Ο Πτολεμαίος δια να τόνωση την συγχώνευσιν Ελλήνων και ιθαγενών ανέθηκεν εις τον Αιγύπτιον ιερέα Μανέθωνα να κατάρτιση από των αρχείων των ναών ιστορίαν της φαραωνικής Αιγύπτου, εζήτησε δε από τον αρχιερέα και βασιλέα των Εβραίων Ελεάζαρ αυθεντικόν αντίγραφαν της Βίβλου και ελληνομαθείς θεολόγους Εβραίους προς μετάφρασιν αυτής χάριν των πολυπληθών εν Αιγύπτω Εβραίων.

Τω 284, υπερβάς το 80ον  έτος της ηλικίας του, ώρισε διάδοχόν του τον εκ της Βερενίκης υιόν του Πτολεμαίον, αποκλείσας τους εξ άλλων συζύγων του υιούς. Δια να επιβάλη αυτόν, τον ανεκήρυξε βασιλέα, παραιτηθείς ο ίδιος από του θρόνου (284). Μετά δύο έτη απέθανεν, εις ηλικίαν 84 ετών, σατραπεύσας μεν 19 έτη, βασιλεύσας δε 21 έτη. Ο Φιλάδελφος απεθέωσεν αμφότερους τους γονείς του, ιδρύσας τέμενος εν Αλεξάνδρεια "θεοίς Σωτήρσι".

 

 

 

 

 

 

Site map

© www.ptolemaida.gr