Ιστορικά Πτολεμαΐδας

 

Η Πτολεμαΐδα μέσα στο χρόνο

 

Αρχαίοι και Βυζαντινοί Χρόνοι:

Η περιοχή της Πτολεμαΐδας, όπως και του όλου Λεκανοπεδίου, εντάσσονταν γεωγραφικά στην Αρχαία Εορδαία. Να σημειωθεί εδώ, πως αυτή αποτελούσε ξέχωρη περιφέρεια από την Ελιμιώτιδα ή Ελίμεια, συνέχεια ιστορική της οποίας συνιστά η Κοζάνη και οι όντως περιφέρειες της, στον Νομό της οποίας σήμερα η Πτολεμαΐδα ανήκει.

Παρά το γεγονός πως έχουν εντοπισθεί αρχαιολογικές θέσεις σε όλες, σχεδόν, τις κωμοπόλεις και τα γύρω χωριά του Λεκανοπεδίου, δεν έχουν ανευρεθεί ουσιαστικά οικιστικά λείψανα της Αρχαίας και Βυζαντινής Εποχής εντός των ορίων της κυρίας πόλεως.

 

Οθωμανοκρατία:

Αντίθετα τα στοιχεία μας για την Περίοδο της Τουρκοκρατίας είναι πολύ περισσότερα. Η συγκεκριμένη Εποχή, για την πλειοψηφία των περιοχών του Βορείου Ελληνισμού και άρα και της Δυτικής Μακεδονίας, άρχεται πολύ πριν την Άλωση της Πόλης του 1453. Για την ακρίβεια μετά το 1389, οπότε και οι Οθωμανοί επικράτησαν στις Μάχες του Κοσσυφοπεδίου και της Νικοπόλεως και το αργότερο έως το 1393, όταν ανάλογη έκβαση είχε και η Μάχη των Σερβίων. Από το έτος αυτό και μετά, πραγματοποιείται συστηματικός εποικισμός του κάμπου της Εορδαίας από Κονιάρους–Γιουρούκους. Μουσουλμάνους δηλαδή, Τούρκους ή εξισλαμισμένους, από την περιοχή του Ικονίου(Konya). Οι Μικρασιάτες

αυτοί, διακρίνονταν για τον ένθερμο θρησκευτικό ζήλο και τις ανάλογες «ικανότητες» τους στον εξισλαμισμό. Ακριβώς γι΄αυτό το λόγο, διεσπάρησαν και σε άλλες περιοχές του Ελληνισμού όπως η Θράκη. Κατά την Απελευθέρωση του 1912, περιγράφονταν ως κατά κανόνα φέροντας μακρό πώγωνα και μεγάλης διαμέτρου σαρίκι. Πέραν από τις κλασσικές και απαραίτητες γεωργοκτηνοτροφικές ασχολίες, ασκούσαν με ιδιαίτερη επιτυχία την ταπητουργία. Τέχνη στην οποία η πατρίδα τους και ειδικά οι ισλαμικοί πληθυσμοί της διέπρεψαν και διαπρέπουν μέχρι σήμερα. 

Όταν το 1661 πέρασε από την περιοχή ο Εβλιγιά Τσελεμπή, η σημερινή θέση της Πτολεμαΐδας, τότε Καϊλάρια, ήδη κατοικούνταν και όπως φαίνεται με αμιγή ισλαμικό πληθυσμό. Εξάλλου είναι γνωστό πως οι Χριστιανοί, τόσο εξαιτίας των στρατιωτικών επιδρομών, όσο και εξαιτίας των παιδομαζωμάτων, απέφευγαν την κατοίκηση σε κάμπο και ειδικά τις διοικητικές έδρες. Οι ορεινές τοποθεσίες πρώτιστα ήταν πιο οχυρές και εμπόδιζαν αν όχι καθιστούσαν αδύνατη την μαζική διέλευση ιππικού και πυροβόλων. Αυτός είναι και ένας από τους βασικούς λόγους, που σε εκείνα τα χρόνια τα ορεινά χωρία προτιμούνταν από τους Έλληνες παρά την κλιματολογική δυσχέρεια και γνώριζαν μεγάλη ακμή. Επιπλέον τα ορεινά χωριά εν πολλοίς συντηρούνταν δια του εμπορίου. Επάγγελμα που οι Οθωμανοί και λόγω Κορανίου, απέφευγαν να καταπιαστούν.

 

Στα χρόνια του Τσελεμπή, τα Καϊλάρια ήταν πιθανότατα το μεγαλύτερο χωριό του Εορδαϊκού κάμπου, έχοντας κάπου 200 σπίτια, τζαμί, χαμάμ, χάνι και 20 καταστήματα. Με το δεδομένο της πολυτεκνίας της εποχής, είναι φυσικό να υποθέσουμε πως θα προσέγγιζε σε πληθυσμό τους 1500 με 2000 κατοίκους(8 με 10 άτομα ανά σπίτι). Επίσης εκεί είχε την έδρα του ο Κάδης(Ιεροδικαστής), μαρτυρία έμμεση πως το κεφαλοχώρι αυτό, ήταν και η έδρα της τοπικής Επαρχίας.

Η ισλαμική ταυτότητα του πληθυσμιακού «μωσαϊκού» της, δεν φαίνεται να αλλάζει κατά τον ΙΗ΄ αιώνα. Συμπέρασμα που εξάγουμε, λογικά νομίζω, από το γεγονός της προαγωγής σε τοπική επισκοπή όχι της επαρχιακής πρωτευούσης, αλλά της Κατρανίτσης–Καστράνασσας το        1719–20 και 1780 και του Εμπορίου το 1765 και προ του 1860–61.   

Τα αυτά διοικητικά και πληθυσμιακά δεδομένα παραμένουν ως έχουν και κατά το 1815. Τότε, κατά την μαρτυρία του εκ Κοζάνης λογίου ιερέα π. Χαρισίου Μεγδάνη(+1823), τα Καϊλάρια διατηρούν τον σημαντικό τους ρόλο «εις την πεδινή της Σαρί Γγιόλης» ως έδρα και κριτήριο της Επαρχίας, αναφερομένης στην εξουσία του Ρούμελη Πασά. Ο τελευταίος στα χρόνια του Μεγδάνη, έδρευε, πιθανότατα, στο Μοναστήρι(σημ. Bitola).  

Από το 1864, οπότε και θεσπίστηκε ο Νόμος «Περί Βιλαετίων», τα Καϊλάρια γίνονται έδρα Καζά, υπαγομένου μέχρι και το 1890 στο Βιλαέτι του Μοναστηρίου και μετά το έτος αυτό στο αντίστοιχο των Σερβίων.

Έλληνες κατά προφορική παράδοση μετοίκησαν στα Καϊλάρια για πρώτη φορά, μόλις, περί το 1870–75. Εποχή κατά την οποία είχαν, ήδη, εκδοθεί τα λεγόμενα Χάττι Σερίφ(1839) και Χάττι Χουμαγιούν(1856) με τα οποία παραχωρήθηκαν περισσότερα δικαιώματα και άρα καλύτερες συνθήκες στους υποτασσόμενους λαούς(ή κατά την πάγια τακτική τους στις «υποτασσόμενες επιτρεπτές θρησκευτικές μειονότητες») της «Υψηλής Πύλης». Σύμφωνα με την ίδια παράδοση, οι πρώτοι τολμηρές αυτές Ελληνικές οικογένειες ήταν, οι της Σουλτάνας Σόλιου από την Βλάστη και του Πέκου από την Κλεισούρα(;).

 

Φαίνεται, όμως, πως η εν λόγω Κάθοδος των Ελλήνων δεν βρήκε πολλούς μιμητές, ώστε να καταστεί μια ιδιαιτέρα αφορμή για μαζικότερη προσέλευση και εγκατάσταση πατριωτών. Τουλάχιστον αυτό προκύπτει από Απογραφή του Προξενείου Ελασσόνος(1905), όπου δεν αναφέρονται Έλληνες, ενώ γίνεται αναφορά για 4000 Τούρκους. Αριθμός που και σε

 
 

Απογραφή πιθανότατα του 1910, μένει αμετάβλητος, ενώ γίνεται λόγος για 200 περίπου Ορθοδόξους.     

 

 

 

 

 

 

 

Site map

© www.ptolemaida.gr