Μουσείο

Ιστορικά Πτολεμαΐδας

Οι δύο ιστορικές ονομασίες της
 

Α)   «Πτολεμαΐς» & Πτολεμαίος
 

Β) «Καϊλάρια»
     
 

Η Πτολεμαΐδα μέσα στο χρόνο
 

Αρχαίοι και Βυζαντινοί Χρόνοι
 

Οθωμανοκρατία

 

Η μεταβατική Περίοδος από το 1913 έως το 1919

1922–24: Η τραγική περίοδος των Ανταλλαγών πληθυσμών

 

Η πόλη της Πτολεμαΐδας(αρχ. Πτολεμαΐς) είναι οικοδομημένη, σε  θέση προς το κέντρο του Λεκανοπεδίου της Εορδαίας και σε υψόμετρο 600 μέτρων. Περιβάλλεται από τους ακόλουθους  ορεινούς όγκους του Βερμίου ανατολικά, του Ασκίου / Σινιάτσκου δυτικά και του Βόρα / Καϊμακτσαλάν προς Βορά.

Τα αντίστοιχα Εορδαϊκά όρια στην πραγματικότητα, άρχονται από τις όχθες του Δυτικού Αλιάκμονα και καταλήγουν στο Αρμενοχώρι του σημερινού Νομού Φλωρίνης. Σήμερα, όμως, η Εθνική κατά καιρούς διοικητική πολιτική, έχει εντάξει τα διάφορα τμήματα της Ιστορικής Εορδαίας σε 4 Νομούς, με τα σημερινά όρια της να εγγράφονται στην επικράτεια του  Νομού Κοζάνης.

Η σημερινή εικόνα της Πτολεμαΐδας, είναι ανάλογη μιας τυπικής σύγχρονης Ελληνικής επαρχιακής πόλεως που επηρεάστηκε σημαντικά από την βιομηχανική ανάπτυξη και την αντίστοιχη οικιστική που ακολούθησε φυσιολογικά. Απόρροια από την μια, των ανταλλαγών πληθυσμών και των εν γένει μετακινήσεων και εποικισμών των ετών      1913–19 & 1922–24, από την άλλη δε των μεταβολών αναφοράς που επέφερε η δημιουργία των Ατμοηλεκτρικών Εργοστασίων, ήδη από την περίοδο της ενάρξεως των πρώτων σχετικών έργων κατασκευής το 1957.

Σήμερα συνιστά την πρωτεύουσα της σημερινής Επαρχίας Εορδαίας του Νομού Κοζάνης. Ανάλογη θέση επείχε και κατά την διάρκεια της Οθωμανοκρατίας, όταν το όνομά της ήταν Καϊλάρια.

 

Α)   «Πτολεμαΐς» & Πτολεμαίος:

Α)   «Πτολεμαΐς» & Πτολεμαίος:

 

Το τωρινό της όνομα είναι σχετικά νεώτερο, αφού το έλαβε κατόπιν σχετικού διαγωνισμού. Σε αυτόν υποβλήθηκαν 120 προτάσεις από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Τελικά προκρίθηκε η πρόταση του παλαιού διευθυντού της εφημερίδος «Νέοι Καιροί» Παντελεήμονος Μελανοφρύδη και πρώτου κατά τον Οκτώβριο του 1943 δημάρχου της. Η επίσημη κατοχύρωση της ονομασίας, έγινε δυνάμει του Βασιλικού Διατάγματος 20.1.1927, Φ.Ε.Κ. Α. 18/1927. Ανάλογη απόφαση εξεδόθη και δια του επίσης Βασιλικού Διατάγματος 12.12.1927, Φ.Ε.Κ. Α΄ 256/1928, αναφορικά με την μετονομασία της Επαρχίας από «Καϊλαρίων» σε «Εορδαίας».

Το «Πτολεμαΐς» δεν μαρτυρείται σε κάποια ανάλογη Αρχαία πόλη της ευρύτερης περιοχής. Αντίθετα απαντάται κατά την Αρχαιότητα, σε πόλεις ιδρυθείσες υπό των μελών της δυναστείας των Πτολεμαίων Λαγιδών σε Αίγυπτο και Παλαιστίνη. Σχετίζεται με τον ίδιο τον Πτολεμαίο τον Α΄ και ενδέχεται να έχει να κάνει με αφιέρωση προς θυγατέρα του που πιθανολογείται ότι έφερε ακριβώς αυτό το όνομα, δηλαδή «Πτολεμαΐς» και είχε νυμφευθεί τον Δημήτριο τον Πολιορκητή.

 

Ο ως άνω Πτολεμαίος κατάγονταν, πιθανότατα, από την Αρχαία Εορδαία, ίσως όμως και από την Ορεστίδα(δηλαδή την περιοχή της Καστοριάς). Όπως και να΄χει, υπήρξε τέκνο της Αρχαίας Άνω Μακεδονίας, μεγάλο τμήμα της οποίας καταλαμβάνει σήμερα η Δυτική Μακεδονία, ενώ βορειότερα έφθανε, περίπου, έως την Αχρίδα και την Πρίλεπο. Τέκνο του ηγεμόνα Λάγου και της Αρσινόης, αναδείχθηκε σε έναν από τους προσωπικούς στρατηγούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Με το θάνατο του τελευταίου, έλαβε μεγάλη πολιτική εξουσία ως ένας από τους τέσσερις διαδόχους του. «Ίδρυσε» την Δυναστεία των Λαγιδών της Αιγύπτου η οποία σταδιακά επεκτάθηκε στην Κυρηναϊκή(περιοχή στα όρια της Λιβύης) και την Συρία. Πέθανε το 282 σε ηλικία 80 ετών(βλ. και την βιογραφία του σε άλλο μέρος της αυτής ιστοσελίδας) δύο χρόνια μετά την παράδοση της εξουσίας του στον υιό του Πτολεμαίο τον Β΄.

 

 

Β) «Καϊλάρια»:

Β) «Καϊλάρια»:

 

 

 

Αντίθετα το παλαιότερο όνομα «Καϊλάρια»(εξελληνισμένος τύπος του τουρκικού Kaylar) ήταν, ήδη, σε χρήση το αργότερο από το 1661. Έτος κατά το οποίο τα επισκέφθηκε, ο γνωστός Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή(+1679).

Ως προς την ετυμολογία της πρέπει να σημειωθεί, πως στην τουρκική η κατάληξη –αρ, είναι χαρακτηριστική του πληθυντικού αριθμού. Το σημείο αυτό πρώτιστα θεωρείται, ότι υπαινίσσεται την διαίρεση της κατά το πάλαι κωμοπόλεως σε δύο χωριά το Άνω και Κάτω Καϊλάρι. Βέβαια, η σε πληθυντικό αριθμό κατάληξη των τουρκικών ονομάτων των χωρίων της περιοχής είναι συχνότατη και σχεδόν κοινή. Επομένως και ο παραπάνω υπαινιγμός μπορεί να μην ισχύει, απαραίτητα, με βάσει το διττό της παλαιάς πόλης.

Μια πρώτη ερμηνευτική που αναφέρει ο Μιχαήλ Αθ. Καλινδέρης είναι, πως το «Καϊλάρι» αποτελεί εκτουρκισμό της Αρχαίας Κέλλης. Εορδαϊκής πόλης, της οποίας η θέση δεν είναι δυνατό, ακόμα, να εξακριβωθεί. Ωστόσο οι ερευνητές κινούνται περισσότερο προς την ταύτισή της με σημείο προς τον λόφο Γραντίστα των Πετρών, χωρίς βέβαια να είναι τίποτε ακλόνητο.

Άλλες ερμηνευτικές κάνουν λόγο για προέλευση από το «Καγιαλάρ»(Πέτρες), ειρωνεία της παντελούς ελλείψεως λίθων, το «Κεχαγιαλάρ» από τα πολλά ποίμνια και βοσκοτόπια ή το ρήμα «Καγιόρουμ»(ολισθαίνω), δεδομένου ότι λόγω των λιμναζόντων υδάτων υπήρχε κατά περιόδους πολλή λάσπη.

 

Η Πτολεμαΐδα μέσα στο χρόνο

Η Πτολεμαΐδα μέσα στο χρόνο

 

Αρχαίοι και Βυζαντινοί Χρόνοι:

Η περιοχή της Πτολεμαΐδας, όπως και του όλου Λεκανοπεδίου, εντάσσονταν γεωγραφικά στην Αρχαία Εορδαία. Να σημειωθεί εδώ, πως αυτή αποτελούσε ξέχωρη περιφέρεια από την Ελιμιώτιδα ή Ελίμεια, συνέχεια ιστορική της οποίας συνιστά η Κοζάνη και οι όντως περιφέρειες της, στον Νομό της οποίας σήμερα η Πτολεμαΐδα ανήκει.

Παρά το γεγονός πως έχουν εντοπισθεί αρχαιολογικές θέσεις σε όλες, σχεδόν, τις κωμοπόλεις και τα γύρω χωριά του Λεκανοπεδίου, δεν έχουν ανευρεθεί ουσιαστικά οικιστικά λείψανα της Αρχαίας και Βυζαντινής Εποχής εντός των ορίων της κυρίας πόλεως.

 

Οθωμανοκρατία:

Αντίθετα τα στοιχεία μας για την Περίοδο της Τουρκοκρατίας είναι πολύ περισσότερα. Η συγκεκριμένη Εποχή, για την πλειοψηφία των περιοχών του Βορείου Ελληνισμού και άρα και της Δυτικής Μακεδονίας, άρχεται πολύ πριν την Άλωση της Πόλης του 1453. Για την ακρίβεια μετά το 1389, οπότε και οι Οθωμανοί επικράτησαν στις Μάχες του Κοσσυφοπεδίου και της Νικοπόλεως και το αργότερο έως το 1393, όταν ανάλογη έκβαση είχε και η Μάχη των Σερβίων. Από το έτος αυτό και μετά, πραγματοποιείται συστηματικός εποικισμός του κάμπου της Εορδαίας από Κονιάρους–Γιουρούκους. Μουσουλμάνους δηλαδή, Τούρκους ή εξισλαμισμένους, από την περιοχή του Ικονίου(Konya). Οι Μικρασιάτες

αυτοί, διακρίνονταν για τον ένθερμο θρησκευτικό ζήλο και τις ανάλογες «ικανότητες» τους στον εξισλαμισμό. Ακριβώς γι΄αυτό το λόγο, διεσπάρησαν και σε άλλες περιοχές του Ελληνισμού όπως η Θράκη. Κατά την Απελευθέρωση του 1912, περιγράφονταν ως κατά κανόνα φέροντας μακρό πώγωνα και μεγάλης διαμέτρου σαρίκι. Πέραν από τις κλασσικές και απαραίτητες γεωργοκτηνοτροφικές ασχολίες, ασκούσαν με ιδιαίτερη επιτυχία την ταπητουργία. Τέχνη στην οποία η πατρίδα τους και ειδικά οι ισλαμικοί πληθυσμοί της διέπρεψαν και διαπρέπουν μέχρι σήμερα. 

Όταν το 1661 πέρασε από την περιοχή ο Εβλιγιά Τσελεμπή, η σημερινή θέση της Πτολεμαΐδας, τότε Καϊλάρια, ήδη κατοικούνταν και όπως φαίνεται με αμιγή ισλαμικό πληθυσμό. Εξάλλου είναι γνωστό πως οι Χριστιανοί, τόσο εξαιτίας των στρατιωτικών επιδρομών, όσο και εξαιτίας των παιδομαζωμάτων, απέφευγαν την κατοίκηση σε κάμπο και ειδικά τις διοικητικές έδρες. Οι ορεινές τοποθεσίες πρώτιστα ήταν πιο οχυρές και εμπόδιζαν αν όχι καθιστούσαν αδύνατη την μαζική διέλευση ιππικού και πυροβόλων. Αυτός είναι και ένας από τους βασικούς λόγους, που σε εκείνα τα χρόνια τα ορεινά χωρία προτιμούνταν από τους Έλληνες παρά την κλιματολογική δυσχέρεια και γνώριζαν μεγάλη ακμή. Επιπλέον τα ορεινά χωριά εν πολλοίς συντηρούνταν δια του εμπορίου. Επάγγελμα που οι Οθωμανοί και λόγω Κορανίου, απέφευγαν να καταπιαστούν.

 

Στα χρόνια του Τσελεμπή, τα Καϊλάρια ήταν πιθανότατα το μεγαλύτερο χωριό του Εορδαϊκού κάμπου, έχοντας κάπου 200 σπίτια, τζαμί, χαμάμ, χάνι και 20 καταστήματα. Με το δεδομένο της πολυτεκνίας της εποχής, είναι φυσικό να υποθέσουμε πως θα προσέγγιζε σε πληθυσμό τους 1500 με 2000 κατοίκους(8 με 10 άτομα ανά σπίτι). Επίσης εκεί είχε την έδρα του ο Κάδης(Ιεροδικαστής), μαρτυρία έμμεση πως το κεφαλοχώρι αυτό, ήταν και η έδρα της τοπικής Επαρχίας.

Η ισλαμική ταυτότητα του πληθυσμιακού «μωσαϊκού» της, δεν φαίνεται να αλλάζει κατά τον ΙΗ΄ αιώνα. Συμπέρασμα που εξάγουμε, λογικά νομίζω, από το γεγονός της προαγωγής σε τοπική επισκοπή όχι της επαρχιακής πρωτευούσης, αλλά της Κατρανίτσης–Καστράνασσας το        1719–20 και 1780 και του Εμπορίου το 1765 και προ του 1860–61.   

Τα αυτά διοικητικά και πληθυσμιακά δεδομένα παραμένουν ως έχουν και κατά το 1815. Τότε, κατά την μαρτυρία του εκ Κοζάνης λογίου ιερέα π. Χαρισίου Μεγδάνη(+1823), τα Καϊλάρια διατηρούν τον σημαντικό τους ρόλο «εις την πεδινή της Σαρί Γγιόλης» ως έδρα και κριτήριο της Επαρχίας, αναφερομένης στην εξουσία του Ρούμελη Πασά. Ο τελευταίος στα χρόνια του Μεγδάνη, έδρευε, πιθανότατα, στο Μοναστήρι(σημ. Bitola).  

Από το 1864, οπότε και θεσπίστηκε ο Νόμος «Περί Βιλαετίων», τα Καϊλάρια γίνονται έδρα Καζά, υπαγομένου μέχρι και το 1890 στο Βιλαέτι του Μοναστηρίου και μετά το έτος αυτό στο αντίστοιχο των Σερβίων.

Έλληνες κατά προφορική παράδοση μετοίκησαν στα Καϊλάρια για πρώτη φορά, μόλις, περί το 1870–75. Εποχή κατά την οποία είχαν, ήδη, εκδοθεί τα λεγόμενα Χάττι Σερίφ(1839) και Χάττι Χουμαγιούν(1856) με τα οποία παραχωρήθηκαν περισσότερα δικαιώματα και άρα καλύτερες συνθήκες στους υποτασσόμενους λαούς(ή κατά την πάγια τακτική τους στις «υποτασσόμενες επιτρεπτές θρησκευτικές μειονότητες») της «Υψηλής Πύλης». Σύμφωνα με την ίδια παράδοση, οι πρώτοι τολμηρές αυτές Ελληνικές οικογένειες ήταν, οι της Σουλτάνας Σόλιου από την Βλάστη και του Πέκου από την Κλεισούρα(;).

 

Φαίνεται, όμως, πως η εν λόγω Κάθοδος των Ελλήνων δεν βρήκε πολλούς μιμητές, ώστε να καταστεί μια ιδιαιτέρα αφορμή για μαζικότερη προσέλευση και εγκατάσταση πατριωτών. Τουλάχιστον αυτό προκύπτει από Απογραφή του Προξενείου Ελασσόνος(1905), όπου δεν αναφέρονται Έλληνες, ενώ γίνεται αναφορά για 4000 Τούρκους. Αριθμός που και σε

 

 

Απογραφή πιθανότατα του 1910, μένει αμετάβλητος, ενώ γίνεται λόγος για 200 περίπου Ορθοδόξους.     

 

Η μεταβατική Περίοδος από το 1913 έως το 1919:

Η μεταβατική Περίοδος από το 1913 έως το 1919:

 

Το τοπίο αλλάζει δραματικά για πρώτη φορά, με αφορμή της Απελευθέρωση της περιοχής. Ένα ποθούμενο που για την πόλη μας ήρθε την 15η Οκτωβρίου του 1912(βλ. τα σχετικά κείμενα της ιστοσελίδας). Πληθυσμιακές μεταβολές δεν φαίνεται να έχουμε τόσο άμεσα και σε μεγάλο βαθμό. Αυτό προκύπτει από μαρτυρίες κατά την απελευθέρωση της πόλεως, όπου αναφέρεται μικρός μόνο ελληνικός πληθυσμός. Λίγους μήνες αργότερα, ανάλογη εικόνα καταγράφει και η επίσημη Γεωργική έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο Δελτίο της Ελληνικής Γεωργικής Εταιρίας. Εκεί οι κάτοικοι χαρακτηρίζονται Οθωμανοί, με ενασχόληση αποκλειστικά γεωργική. Από τα παρατιθέμενα στοιχεία εξάγεται, ότι τα Καϊλάρια ήταν κατά πολύ μεγαλύτερα των άλλων χωρίων και πως η βασική καλλιέργεια ήταν το Σιτάρι και το Κριθάρι και λιγότερο το καλαμπόκι, όπου σε άλλες κοινότητες και αναμφίβολα μικρότερες το παρήγαγαν ως κύριο προϊόν, ακόμα και σε μεγαλύτερες ποσότητες.

Η έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, βρίσκει στην πόλη πάλι τον ίδιο αριθμό Οθωμανών: 4000. Η διαφορά, πλέον, είναι και η παρουσία 1600 Ελλήνων, ικανών για να κάνουν έντονη για πρώτη φορά την παρουσία τους στα Καϊλάρια. Πέραν αυτού, όμως, το ίδιο το πολεμικό γεγονός, βρήκε τις δύο χώρες σε μια ακόμη εμπόλεμη κατάσταση. Ελλάδα και Τουρκία είχαν επιλέξει διαφορετικά στρατόπεδα. Δυστυχώς αυτό υπήρξε η αφορμή που οδήγησε την δεύτερη, στο να οργανώσει την σταδιακή εξουδετέρωση των Μικρασιατών ανδρών. Κάτι που είχε δρομολογηθεί ήδη, με αποφάσεις διαφόρων συνεδρίων των Νεοτούρκων προ του 1914 και εφαρμόσθηκε από το 1914 έως το 1918–19 δια των Ταγμάτων «Αμελέ Ταμπουρού». Έτσι οι άρρενες Έλληνες συγκεκριμένων ηλικιών, εκτοπίζονταν στα ενδότερα της Ανατολίας. Όπου και τους περισσότερους περίμενε ο θάνατος από τις κακουχίες. Ανάλογα, πάλι, προβλήματα είχαν προκύψει και στον Πόντο, όπου η τότε Ρωσική παρέμβαση αλλά και η τελική αποχώρηση των Τσαρικών στρατευμάτων, οδήγησε πολλούς Ποντίους στην εξόντωση ή την προσφυγιά.

 

Οι παραπάνω διώξεις, ανάγκασαν έναν αριθμό Ελλήνων να εγκαταλείψει τις πατρογονικές εστίες και να καταφύγει, το αργότερο έως το 1919(έτος αποβιβάσεως του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη και άρα προσωρινής λήξεως των Μικρασιατικών διώξεων), σε διάφορες πιο ασφαλείς περιοχές και μεταξύ αυτών την Ηπειρωτική Ελλάδα. Τμήμα τους εγκαταστάθηκε από το Κράτος και στα Καϊλάρια, δεδομένου ότι αρκετοί Γιουρούκοι δεν επέστρεψαν μετά την Απελευθέρωση του 1912 στα σπίτια τους ή σταδιακά αποχώρησαν από την περιοχή. Σε αντικατάσταση αυτών εστάλησαν εδώ Έλληνες, κυρίως Πόντιοι από το Κάρς αλλά και Θρακιώτες από το Κερμένι και το Καβατσίκ. Κατά τον Ανανία Νικολαΐδη, πρόσφυγα από την Κορόνιξα Αρδάσσης του Πόντου, 83 συνολικά οικογένειες μαζί με την δική του εγκαταστάθηκαν, τότε, στη πόλη.

Η Επαρχία τότε αριθμούσε 41 χωρία(σ.σ. σήμερα έχει 29), τα οποία συνέχιζαν να διοικούνται εκ των Καϊλαρίων, παρά το ασθενές, ακόμη, του Ελληνικού των πληθυσμού(φαίνεται πως οι Οθωμανοί κατοικούσαν σε 33 από αυτά συμπεριλαμβανομένων και των Καϊλαρίων κάτι που καταδεικνύει σχετική οικιστική και κτηματική καταγραφή της 13ης Μαρτίου του 1923).

 

Πίνακας

υπαγομένων στην Επαρχία Καϊλαρίων κοινοτήτων

κατά τις πρώτες δεκαετίες του Κ΄ αιώνος 

 

Α.Α.

Παλαιά & Νέα Ονομασία

Σύσταση Πληθυσμιακή

01

Βλάτσι / Βλάστη

 

02

Βοϊβοδίνα / Σπηλιά

 

03

Γραμματίκοβο Άνω / Άνω Γραμματικό

 

04

Γραμματίκοβο Κάτω /

 Κάτω Γραμματικό

 

05

Δέβρη / Αναρράχη

 

06

Δουρουτλάρ / Προάστιο

 

07

Εμπόριο

 

08

Ερδομούς / Ποντοκώμη

 

09

Ίνελι / Ανατολικό

 

10

Ινέοβα / Ακρινή

 

11

Καραγάτς / Μαυροδένδρι

 

12

Καραμπουνάρ / Μαυροπηγή

 

13

Κατράνιτσα–Καστράνασσα Άνω/ Πύργοι Άνω

 

14

Κατράνιτσα–Καστράνασσα Κάτω/ Πύργοι Κάτω

 

15

Κιοσελέρ / Αντίγονο

 

16

Κοζλούκιοϊ /Καρυοχώρι

 

17

Κολάρτσα /Μανιάκι

 

18

Κόμανος

 

19

Κότσανα /Περαία

 

20

Κουνούφι–Έλος / Δροσερό

 

21

Κουτλάρ / Πεντάβρυσος

 

22

Κρίμσια / Μεσόβουνο

 

23

Λύγκα–Μηλοχώρι

 

24

Μουραλάρ–Μουλαλάρ / Πελαργός

 

25

Μπαϊρακλή / Εξοχή

 

26

Ναλμπάν κιοϊ / Περδίκκας

 

27

Οκελεμέζ /Φαράγγι

 

28

Ούτσανα–Ούτσενα / Κομνηνά

 

29

Παλαιοχώρι / Φούφας

 

30

Ραδούνιστα / Κρυόβρυση

 

31

Ρακίτα / Ολυμπιάδα

 

32

Σούλποβο / Άρδασσα

 

33

Τζουμά–Αμύγδαλα / Χαραυγή

 

34

Τρέμπενο / Καρδιά

 

35

Τρέπιστα / Άγιος Χριστόφορος

 

36

Τσαλτζιλάρ / Φιλώτας 

 

37

Τσιορ / Γαλάτεια

 

38

Φραγκότς / Ερμακιά

 

39

Χαϊδαρλή / Κλείτος

 

40

Χάρμπινα /Πτελεών

 

41

Χασάν κιοϊ / Ασβεστόπετρα

 

 

Στην κωμόπολη, πλέον, λειτουργούσαν Υποδιοίκηση Χωροφυλακής, Πταισματοδικείο και Ειρηνοδικείο. Στους Βλαχόφωνους υπάρχοντες Έλληνες, έβρισκες τώρα και Κοζανίτες, ενώ προ του ερχομού των 83 συγκεκριμένων οικογενειών, προηγήθηκε η έλευση αριθμού  Καυκάσιων προσφύγων.

 

1922–24: Η τραγική περίοδος των Ανταλλαγών πληθυσμών: 

1922–24: Η τραγική περίοδος των Ανταλλαγών πληθυσμών: 

 

Το εδώ οθωμανικό στοιχείο, μη υποκείμενο σε γενοκτονίες όπως οι Έλληνες και οι Αρμένιοι της Ανατολής, παρέμεινε στο μεγαλύτερο μέρος του στην περιοχή έως και την Συνθήκη της Λωζάνης και κατά συνέπεια μέχρι το 1923. Εικόνα πληθυσμιακή του κάμπου, κυρίως, της Επαρχίας Εορδαίας και ίσως όχι των ορεινών χωριών της, δίνει τηλεγράφημα του υποδιοικητού Καϊλαρίων, που εστάλη την 1η Φεβρουαρίου προς της Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης. Οι μουσουλμάνοι σε αυτό αναφέρονται ως 29121, οι Έλληνες 6270, οι Βλάχοι 450, ενώ οι Σλαβόφωνοι 4800 οι οποίοι και χαρακτηρίζονται ως «προπαγανδιστικώς εργαζόμενοι». Βέβαια για τους τελευταίους, δεν μπορεί να υποστηρίξει κανείς εάν το σύνολο τους ήταν τέτοιοι ή λόγω της καχυποψίας της εποχής χαρακτηρίζονταν έτσι συλλήβδην και ανεξαιρέτως. Μην λησμονούμε, πως η Ελλάδα μόλις λίγα έτη πριν είχε βγει από πόλεμο με την Βουλγαρία, διάγοντας ουσιαστική ψυχροπολεμική κατάσταση με αυτήν. Και όχι άδικα, αν λάβουμε υπόψιν τα γεγονότα που έλαβαν χώρα αργότερα, με τις διώξεις των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας(1939) αλλά και την Γερμανική Κατοχή, όταν και μέρος της Ελλάδος βρέθηκε υπό Βουλγαρική διοίκηση.

Τελικώς η αποχώρηση των εδώ Ισλαμικών πληθυσμών ολοκληρώθηκε περί το 1924 και κάτω από σχετικά τεταμένες συνθήκες. Εντούτοις και σε καμία περίπτωση, δεν είχαμε αιματοχυσίες όπως συνέβη στον Ελληνικό πληθυσμό της καθ΄ημάς Ανατολής.

 

 

Κόττης Κωνσταντίνος

 

Site map

© www.ptolemaida.gr